Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ήξευρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν, όπου εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 1876. Ήμην ωραίος έφηβος, κι έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κι εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημά μου ανά τους βράχους και τα βουνά. [...] (Από την έκδοση)
Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ήξευρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν, όπου εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 1876. Ήμην ωραίος έφηβος, κι έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κι εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημά μου ανά τους βράχους και τα βουνά. [...] (Από την έκδοση)