Ο Μάντης είναι ένα λαβυρινθώδες, πυκνογραμμένο, μεικτό αλλά νόμιμο, νεωτερικά τουλάχιστον, κείμενο. Η πρόθεση του συγγραφέα είναι έκδηλη: με το πρόσχημα του συστηματικού σχολιασμού του βίου του μάντη Τειρεσία και των γνωστών αλληγοριών που συνδέονται μαζί του, ο λόγος θα αποπειραθεί να παγιώσει σε ένα διευρυμένο πλαίσιο αναφορών συγκεκριμένα φυλετικά ήθη, κειμήλια δράματα και ορισμένα, ορφικά από πλευράς καταγωγής, μυθολογικά ριζώματα. Με τον τρόπο αυτό προσδίδεται στην όλη αίγλη του δίφυλου προσώπου του Τειρεσία μια ακόμη δυναμική, μετωνυμική θα έλεγα, υπόσταση. (Γιώργος Βέης, Εντευκτήριο, άνοιξη 1995, τχ. 30)
Ολόκληρη η 44σέλιδη ποιητική πρόζα διαβάζεται και ακούγεται μουσικά, σαν φούγκα με αναπτύξεις επάλληλων θεμάτων, με ηρακλείτεια διαλεκτική ροή, με δημιουργικό αναχώνεμα πλείστων μορφολογικών στοιχείων και γενών: δημοτικά τραγούδια, σύγχρονη στιχουργική, μοντερνιστική γραφή, έπος και δράμα. Αποφθεγματικός, ορμητικός, πυκνότατος, δραματικός, δημιουργός θάμβους και σκότους, ο ποιητής είναι η Μαντώ (κόρη του Τειρεσία) και ο μάντης μαζί [...] . Ο Μάντης μπορεί να διαβαστεί σαν πραγματοποιημένο επιχείρημα για τη διαχρονία της ελληνικής γλώσσας σαν εννοηματωμένος, επικός Μαλλαρμέ, σαν ανασκαφή, οριζόντια και κατακόρυφη στα άρρητα του φύλου, στη ρομαντική κατάρα της ηδονής σαν επίσκεψη θανάτου σαν τάνυσμα εις ύψος. [...] Θα ήταν λάθος να διαβαστεί ο Μάντης σαν γλωσσικός άθλος (που είναι). Σαν μουσική ακούγεται στα μάτια που τον συλλαβίζουν, σαν ανασκαφή παθών, σαν έκπτυξη σημείων και τεράτων (θαυμάτων, οιωνών) διά της μουσικής. Από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά κείμενα των τελευταίων χρόνων. (Νίκος Γ. Ξυδάκης, Αθηνόραμα, 10/2/95)
Ο Μάντης είναι ένα λαβυρινθώδες, πυκνογραμμένο, μεικτό αλλά νόμιμο, νεωτερικά τουλάχιστον, κείμενο. Η πρόθεση του συγγραφέα είναι έκδηλη: με το πρόσχημα του συστηματικού σχολιασμού του βίου του μάντη Τειρεσία και των γνωστών αλληγοριών που συνδέονται μαζί του, ο λόγος θα αποπειραθεί να παγιώσει σε ένα διευρυμένο πλαίσιο αναφορών συγκεκριμένα φυλετικά ήθη, κειμήλια δράματα και ορισμένα, ορφικά από πλευράς καταγωγής, μυθολογικά ριζώματα. Με τον τρόπο αυτό προσδίδεται στην όλη αίγλη του δίφυλου προσώπου του Τειρεσία μια ακόμη δυναμική, μετωνυμική θα έλεγα, υπόσταση. (Γιώργος Βέης, Εντευκτήριο, άνοιξη 1995, τχ. 30)
Ολόκληρη η 44σέλιδη ποιητική πρόζα διαβάζεται και ακούγεται μουσικά, σαν φούγκα με αναπτύξεις επάλληλων θεμάτων, με ηρακλείτεια διαλεκτική ροή, με δημιουργικό αναχώνεμα πλείστων μορφολογικών στοιχείων και γενών: δημοτικά τραγούδια, σύγχρονη στιχουργική, μοντερνιστική γραφή, έπος και δράμα. Αποφθεγματικός, ορμητικός, πυκνότατος, δραματικός, δημιουργός θάμβους και σκότους, ο ποιητής είναι η Μαντώ (κόρη του Τειρεσία) και ο μάντης μαζί [...] . Ο Μάντης μπορεί να διαβαστεί σαν πραγματοποιημένο επιχείρημα για τη διαχρονία της ελληνικής γλώσσας σαν εννοηματωμένος, επικός Μαλλαρμέ, σαν ανασκαφή, οριζόντια και κατακόρυφη στα άρρητα του φύλου, στη ρομαντική κατάρα της ηδονής σαν επίσκεψη θανάτου σαν τάνυσμα εις ύψος. [...] Θα ήταν λάθος να διαβαστεί ο Μάντης σαν γλωσσικός άθλος (που είναι). Σαν μουσική ακούγεται στα μάτια που τον συλλαβίζουν, σαν ανασκαφή παθών, σαν έκπτυξη σημείων και τεράτων (θαυμάτων, οιωνών) διά της μουσικής. Από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά κείμενα των τελευταίων χρόνων. (Νίκος Γ. Ξυδάκης, Αθηνόραμα, 10/2/95)